- προγνέστρια
- η, Νμηχάνημα τών κλωστηρίων με το οποίο προπαρασκευάζεται το μαλλί ή το βαμβάκι με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν οι ίνες του ισομήκεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + γνέθω + επίθημα -τρια (πρβλ. καθαρίσ-τρια).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.